- εὐημέρημα
- εὐημέρημαa successneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευημέρημα — εὐημέρημα, τὸ (Α) [ευημερώ] 1. επιτυχία (συνήθως στρατιωτική) («ἐπαιρόμενος... τῷ... περὶ τοὺς ἱππεῑς εὐημερήματι», Πολ.) 2. (για το σώμα) υπεροχή, πλεονέκτημα … Dictionary of Greek
εὐημερημάτων — εὐημέρημα a success neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐημερήμασι — εὐημέρημα a success neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐημερήμασιν — εὐημέρημα a success neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐημερήματα — εὐημέρημα a success neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐημερήματι — εὐημέρημα a success neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)